συνορώ

συνορώ
(I)
-άω, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνορῶ Α [ὁρῶ]
μσν.
(με απρμφ.) αποφασίζω, κρίνω
αρχ.
1. βλέπω συγχρόνως («δύνασθαι δεῑ συνορᾱσθαι τὴν ἀρχὴν καὶ τὸ τέλος», Αριστοτ.)
2. βλέπω και, γενικά, αντιλαμβάνομαι κάτι συνολικά («τὸν βίον συνεωρακέναι καὶ λελογίσθαι ὅτι...», Δημοσθ.)
3. συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι
4. (για δικαστή) βγάζω απόφαση
5. (με αρν. μόριο) αρνούμαι
6. (η μτχ. β' αορ.) συνιδών, -οῡσα, -όν
λαμβάνοντας γνώση, όταν αντιλήφθηκε («συνιδόντες κατέφυγον εἰς τὰς πόλεις τῆς Λυκαονίας», ΚΔ).
————————
(II)
-έω, Α [σύνορος]
συνορεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνορῶ — συνοράω to be able to see pres imperat mp 2nd sg συνοράω to be able to see pres subj act 1st sg (attic epic ionic) συνοράω to be able to see pres ind act 1st sg (attic epic ionic) συνοράω to be able to see pres subj act 1st sg (attic epic doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνόρῳ — σύνορος marching with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνορῶι — συνορῷ , συνοράω to be able to see pres opt act 3rd sg συνορῷ , συνοράω to be able to see pres opt act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασύνοπτος — ἀσύνοπτος, ον (AM) [σύνοπτος < συνορώ] 1. αυτός που δεν διακρίνεται ή που δεν γνωρίζεται εύκολα, ο δυσδιάκριτος 2. εκείνος που δεν διακρίνεται καθαρά στο σύνολό του ή σε συσχετισμό με κάποιον άλλον …   Dictionary of Greek

  • ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου …   Dictionary of Greek

  • συνορατικός — ή, όν, Α [συνορῶ (Ι)] συνοπτικός …   Dictionary of Greek

  • συνόρασις — άσεως, ἡ, Α [συνορῶ (Ι)] το να βλέπει κανείς συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα …   Dictionary of Greek

  • σύνοψη — η / σύνοψις, όψεως, ΝΜΑ, και λόγιος τ. σύνοψις Ν 1. συνοπτική επισκόπηση, συγκεφαλαίωση 2. συνοπτική πραγματεία, επιτομή νεοελλ. φρ. α) «σύνοψις ευαγγελίων» εκκλ. η ενιαία έκθεση τής ευαγγελικής διήγησης προκειμένου να επιτευχθεί ενιαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”